διηθώ — (Α διηθῶ, έω) [ηθώ] περνώ ένα υγρό μέσα από φίλτρο για να απομακρυνθούν όλες οι ξένες ουσίες, διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω αρχ. 1. πλένω, καθαρίζω 2. σταλάζω … Dictionary of Greek
διηθώ — διήθησα, διηθήθηκα, διηθημένος, φιλτράρω: Το κρασί διηθείται σε μία φάση της επεξεργασίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek
μεταδιερώ — μεταδιερῶ, άω (Α) διυλίζω, διηθώ, στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + διερῶ «διηθώ, στραγγίζω»] … Dictionary of Greek
προσδιηθώ — έω, Α διηθώ, διυλίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διηθῶ «διυλίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος … Dictionary of Greek
απηθώ — ἀπηθῶ ( έω) (Α) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηθώ ( έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
διήθημα — το (Α διήθημα) [διηθώ] το προϊόν τής διήθησης νεοελλ. χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
διαπιδύω — (Α διαπιδύω) [πιδύω] ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματος αρχ. διυλίζω, διηθώ … Dictionary of Greek